αντιρρητική

αντιρρητική
Κλάδος της θεολογίας που εξετάζει τις διαφορές που παρουσιάζονται ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές εκκλησίες, ελέγχει τις πλάνες των ετερόδοξων και αναιρεί τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις που προβάλλονται από αυτούς, ώστε να αποδεικνύονται η αλήθεια και η ιστορική ακρίβεια της διδασκαλίας της εκκλησίας. Η α. θεολογία άρχισε να αναπτύσσεται από τους αποστολικούς και εκκλησιαστικούς Πατέρες και διδασκάλους για να καταπολεμηθούν οι διάφορες αιρέσεις. Η ζωηρή όμως α. δραστηριότητα εμφανίζεται από το Σχίσμα και ύστερα, ιδιαίτερα κατά τον 16o και 17ο αι. με τις σφοδρές θεολογικές διαφωνίες ανάμεσα στους ρωμαιοκαθολικούς και τους διαμαρτυρομένους. Η θεωρία της α. έχει εγκαταλειφθεί σήμερα, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι διαφωνίες και να γίνει δυνατή η συνεργασία ανάμεσα στους χριστιανούς των διαφόρων δογμάτων με σκοπό την ένωση των εκκλησιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιρρητική — ἀντιρρητικός controversial fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ФУРН — [греч. ᾿Ιωάννης Θουρνῆς] (нач. XII в.), визант. богослов, прот (управляющий мон рями) на св. горе Ганос во Фракии, к северу от античного и средневек. городка Ганос (совр. Газикёй, Турция) на побережье Мраморного м. Участник богословских споров о… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”