- αντιρρητική
- Κλάδος της θεολογίας που εξετάζει τις διαφορές που παρουσιάζονται ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές εκκλησίες, ελέγχει τις πλάνες των ετερόδοξων και αναιρεί τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις που προβάλλονται από αυτούς, ώστε να αποδεικνύονται η αλήθεια και η ιστορική ακρίβεια της διδασκαλίας της εκκλησίας. Η α. θεολογία άρχισε να αναπτύσσεται από τους αποστολικούς και εκκλησιαστικούς Πατέρες και διδασκάλους για να καταπολεμηθούν οι διάφορες αιρέσεις. Η ζωηρή όμως α. δραστηριότητα εμφανίζεται από το Σχίσμα και ύστερα, ιδιαίτερα κατά τον 16o και 17ο αι. με τις σφοδρές θεολογικές διαφωνίες ανάμεσα στους ρωμαιοκαθολικούς και τους διαμαρτυρομένους. Η θεωρία της α. έχει εγκαταλειφθεί σήμερα, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι διαφωνίες και να γίνει δυνατή η συνεργασία ανάμεσα στους χριστιανούς των διαφόρων δογμάτων με σκοπό την ένωση των εκκλησιών.
Dictionary of Greek. 2013.